- δαιμονόσπερμα
- το чёртово семя, дьявольское отродье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δαιμονόσπερμα — το παιδί ιδιαίτερα ζωηρό και ανυπάκουο: Έχει ένα αγοράκι σωστό δαιμονόσπερμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)